Το Διαστημικό Τηλεσκόπιο James Webb ανακάλυψε τον πρώτο του εξωπλανήτη, δήλωσαν αστρονόμοι την Τετάρτη (25/6/25), καταγράφοντας σπάνιες άμεσες εικόνες του σχετικά μικρού κόσμου στην γαλαξιακή αυλή της Γης. Το τηλεσκόπιο, το οποίο μπορεί να δει πιο βαθιά στο Σύμπαν από οποιοδήποτε άλλο τηλεσκόπιο πριν από αυτό, έχει ενισχύσει την αναζήτηση πλανητών πέρα ​​από το Ηλιακό Σύστημα, από τότε που τέθηκε σε λειτουργία το 2022.

Μέχρι τώρα, ωστόσο, η «βαθιά του όραση» έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως για την εξερεύνηση ήδη γνωστών εξωπλανητών – για την ανακάλυψη βασικών πληροφοριών όπως η σύνθεση της ατμόσφαιρας – αντί για την ανίχνευση νέων κόσμων. Η ανακάλυψη του εξωπλανήτη TWA 7b, που παρουσιάστηκε σε μια μελέτη στο περιοδικό Nature, «αντιπροσωπεύει μια πρωτιά για το τηλεσκόπιο», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το ερευνητικό κέντρο CNRS της Γαλλίας.

Ο αστέρας HL Tauri, περιβαλλόμενος από δακτυλίους δίσκου αερίου και σκόνης. (Credit: EUROPEAN SOUTHERN OBSERVATORY/AFP/)

Η μεγάλη πλειοψηφία των πάνω από 7.000 εξωπλανητών, που έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής, έχουν αναγνωριστεί από το φως που «μπλοκάρουν»,  όταν περνούν μπροστά από το μητρικό τους άστρο, παρά από άμεσες εικόνες του πλανήτη.  Το Webb «έχει αφιερώσει τεράστιο χρόνο παρατηρώντας πλανήτες που δεν έχουν ποτέ απεικονιστεί άμεσα», δήλωσε στο AFP η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Anne-Marie Lagrange του Αστεροσκοπείου του Παρισιού. Η λήψη άμεσων εικόνων μακρινών πλανητών είναι δύσκολη, επειδή είναι «πολύ αμυδροί», αφού έχουν ελάχιστο φως, είπε η Lagrange. Ακόμα χειρότερα, πρόσθεσε, «είμαστε τυφλωμένοι από το φως του άστρου γύρω από το οποίο περιφέρονται».

Αλλά το Webb έχει έναν τρόπο να παρακάμψει το πρόβλημα. Ένα εξάρτημα στο όργανο MIRI του Webb που ονομάζεται στεμματογράφος καλύπτει το δίσκο του μητρικού αστέρα, δημιουργώντας ένα φαινόμενο παρόμοιο με μια ηλιακή έκλειψη. Τα υπέρυθρα όργανα του τηλεσκοπίου μπορούν στη συνέχεια να «κοιτάξουν» μέσα από αυτό και να εντοπίσουν τον πλανήτη. Οι αστρονόμοι έστρεψαν το Webb στο άστρο TWA 7, το οποίο απέχει περίπου εκατό έτη φωτός από τη Γη — σχετικά κοντά στο Σύμπαν.

Το άστρο, το οποίο εντοπίστηκε για πρώτη φορά από το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble το 1999, θεωρούνταν ένας πολλά υποσχόμενος στόχος για δύο λόγους. Είναι ηλικίας μόλις 6,4 εκατομμυρίων ετών — ένα «μωρό» σε σύγκριση με τα 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια του Ήλιου — και εξακολουθεί να περιβάλλεται από έναν τεράστιο δίσκο αερίου και σκόνης, όπου πιστεύεται ότι σχηματίζονται πλανήτες. Και από την κατεύθυνση της Γης, ο δίσκος φαίνεται από ψηλά, δίνοντας μια καλή εικόνα των δακτυλίων του.

Οι τρεις δακτύλιοι γύρω από τον αστέρα, οι οποίοι εκτείνονται σε απόσταση περισσότερο από 100 φορές την απόσταση που χωρίζει τον Ήλιο από τη Γη, είχαν εντοπιστεί προηγουμένως από το Πολύ Μεγάλο Τηλεσκόπιο στη Χιλή. Αλλά μέσα σε ένα κατά τα άλλα άδειο τμήμα του δεύτερου δακτυλίου, το τηλεσκόπιο Webb ανίχνευσε κάτι ιδιαίτερα φωτεινό. Οι αστρονόμοι απέκλεισαν το ενδεχόμενο το φως να προέρχεται από ένα αντικείμενο στην άκρη του Ηλιακού Συστήματος ή από έναν μακρινό γαλαξία πίσω από τον αστέρα.

Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μόνο ότι η πηγή φωτός ήταν ένας σχετικά μικρός και κρύος πλανήτης, με μάζα τουλάχιστον 10 φορές μικρότερη από οποιονδήποτε άλλο εξωπλανήτη που έχει απεικονιστεί άμεσα μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τη μελέτη. Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι η μάζα του πλανήτη ήταν παρόμοια με αυτή του Κρόνου, ενός γίγαντα αερίου που ζυγίζει μόνο το ένα τρίτο του Δία, του μεγαλύτερου πλανήτη στο Ηλιακό Σύστημα.

Το Webb έχει αυξήσει την ικανότητα ανίχνευσης εξωπλανητών μέσω άμεσων εικόνων κατά 10 φορές, δήλωσε η Lagrange. Αυτό είναι σημαντικό επειδή οι μικρότεροι, βραχώδεις πλανήτες παρόμοιοι με τη Γη ή τον Άρη αποτελούν τον τελικό στόχο στην αναζήτηση κατοικήσιμων κόσμων εκτός του Ηλιακού Συστήματος. Η Lagrange είπε ότι θα χαιρόταν πολύ να ανακαλύψει μια μέρα «πλανήτες σαν τη Γη». Αλλά είπε ότι οι αστρονόμοι πρέπει να μελετήσουν όλα τα είδη πλανητών – και να κατανοήσουν πώς σχηματίζονται τα πλανητικά συστήματα – για να γνωρίζουν εάν το Ηλιακό μας Σύστημα που φιλοξενεί ζωή είναι μοναδικό.

Στο μέλλον, οι αστρονόμοι αναμένουν ότι το τηλεσκόπιο Webb θα είναι σε θέση να εντοπίσει πλανήτες ακόμη μικρότερους από τον TWA 7b. Αλλά η άμεση λήψη εικόνων μακρινών κόσμων παρόμοιων με τη Γη θα απαιτήσει ακόμη μεγαλύτερη τηλεσκοπική ισχύ, όπως από το Εξαιρετικά Μεγάλο Τηλεσκόπιο (Extremely Large Telescope) που έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε λειτουργία στη Χιλή το 2028.

Η νέα μελέτη δημοσιεύτηκε εδώ

Περισσότερα εδώ


Παναγιώτης Νιάρχος

ΕΚΠΑ